Ζέφυρος (ο) ουσ. δυτικός άνεμος (πουνέντες)
Ζαφείρι (το), ουσ. είδος πολύτιμης πέτρας, ο σάπφειρος
Κρεμμύδι (το), ουσ. λαχανικό με υπόγειο βλαστό τύπου βολβού
Κεραμίδι (το), ουσ. ψημένη πλίνθος ημικυλινδρική ή τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για σκέπασμα στις στέγες σπιτιών.
Ανακατέψτε κατά πως κρίνετε απαραίτητο...
5 comments:
οι ορισμοί των λέξεων από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό...
χμ, δε πάτησε F7
με έχουν πει μερικές φορές Κρεμμύδα! εσένα;
το ονοματεπώνυμό σου θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε πρωταγωνιστή από τους "μικρούς κύριους, μικρές κυρίες"
ο πλούσιος ζαφύρης που τρόμαζε πολύ εύκολα, ό,τι άκουγε του πεφτε κεραμίδα στο κεφάλι κτλ κτλ
Πάντως ζαφύρης με ύψιλον και όχι με -ει- πρώτη φορά το βλέπω. (μόνο μια ζΕφυρούλα ξέρω που τη φωνάζαμε γεφυρούλα=Ρ)
Ω ναι ξάδερφε, με έχουν πει και Κρεμμύδα...
Post a Comment