zkeramid
washing my laundry in public
Friday, March 04, 2011
βαυκαλίζω
ρ. νανουρίζω | ξεγελώ | (μτφ.) αποκοιμίζω, ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις | (μέσ.) βαυκαλίζομαι, αυταπατώμαι, ξεγελώ τον εαυτό μου: μη βαυκαλίζεσαι με τέτοια όνειρα
(από το
Μείζων
Μείζον Ελληνικό Λεξικό)
Newer Posts
Older Posts
Home
Subscribe to:
Posts (Atom)