Ζαφείρι (το), ουσ. είδος πολύτιμης πέτρας, ο σάπφειρος
Κρεμμύδι (το), ουσ. λαχανικό με υπόγειο βλαστό τύπου βολβού
Κεραμίδι (το), ουσ. ψημένη πλίνθος ημικυλινδρική ή τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για σκέπασμα στις στέγες σπιτιών.
Ανακατέψτε κατά πως κρίνετε απαραίτητο...
οι ορισμοί των λέξεων από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό...
ReplyDeleteχμ, δε πάτησε F7
ReplyDeleteμε έχουν πει μερικές φορές Κρεμμύδα! εσένα;
ReplyDeleteτο ονοματεπώνυμό σου θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε πρωταγωνιστή από τους "μικρούς κύριους, μικρές κυρίες"
ReplyDeleteο πλούσιος ζαφύρης που τρόμαζε πολύ εύκολα, ό,τι άκουγε του πεφτε κεραμίδα στο κεφάλι κτλ κτλ
Πάντως ζαφύρης με ύψιλον και όχι με -ει- πρώτη φορά το βλέπω. (μόνο μια ζΕφυρούλα ξέρω που τη φωνάζαμε γεφυρούλα=Ρ)
Ω ναι ξάδερφε, με έχουν πει και Κρεμμύδα...
ReplyDelete