zkeramid
washing my laundry in public
Wednesday, March 21, 2007
κουντουρντίζω
[τουρκ. kudurdim, αόρ. του ρ. kudurmak (=τρελαίνω κάποιον)]
ρ. με πιάνει τρέλα, μανία, συμπεριφέρομαι σαν τρελός.
κουντούρντισμα: το να συμπεριφέρεται κάποιος σαν τρελός.
(από το Μείζων Ελληνικό Λεξικό)
1 comment:
.
March 21, 2007 5:43 PM
ουχ!!! γκουντούρντησεις σήμερα!!!!
(κλασική ατάκα γιαγιάς)
Reply
Delete
Replies
Reply
Add comment
Load more...
‹
›
Home
View web version
ουχ!!! γκουντούρντησεις σήμερα!!!!
ReplyDelete(κλασική ατάκα γιαγιάς)