Wednesday, March 21, 2007

κουντουρντίζω

[τουρκ. kudurdim, αόρ. του ρ. kudurmak (=τρελαίνω κάποιον)]
ρ. με πιάνει τρέλα, μανία, συμπεριφέρομαι σαν τρελός.

κουντούρντισμα: το να συμπεριφέρεται κάποιος σαν τρελός.

(από το Μείζων Ελληνικό Λεξικό)

1 comment:

  1. ουχ!!! γκουντούρντησεις σήμερα!!!!


    (κλασική ατάκα γιαγιάς)

    ReplyDelete